Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

*** Η Μνήμη και η Λήθη ***

Αυτή είναι μια μικρή ιστορία κάποιας ομάδας πλανόδιων ζογκλέρ που ταξίδεψαν πέρα από τις άκρες του κόσμου και γεύτηκαν παράξενες κι αλλόκοτες εμπειρίες...

Ε
ίναι η ιστορία...



... του Μάρβην, του μυστήριου ακροβάτη
με το αόρατο
μονόκυκλο.



...της Κοίμη, της αέρινης μπαλαρίνας
με τις κορδέλες από ηλιαχτίδες.




...του Πιέρ, του χαρούμενου πιερότου
με τα ξυλοπόδαρα στα χέρια.




Κάποια ολόφωτη αυγή οι τρεις τους αποφάσισαν να ψάξουν μέρη κρυμμένα από το χάρτη, μυστικά και άδολα. Και βρήκαν!! Ταξίδεψαν πολύ...



Άραξαν πρώτα στο νησί της μνήμης. Οι γηγενείς, φιλόξενοι και ευτυχισμένοι, τους μύησαν στο δικό τους τρόπο ζωής. Ξάπλωναν τη μέρα και ξαγρυπνούσανε τη νύχτα. Πίνανε κοραλλί αψέντι, που διεγείρει τη μνήμη... την καλοσυνάτη μνήμη, τη χαρούμενη! Κάθε νύχτα ζούσαν και μια ανάμνηση ξανά. Έπειτα γιόρταζαν όλοι μαζί, μεθυσμένοι από ευφορία...
Σαν ζήσαν όλες τους τις θύμησες -την καθεμιά όμως μια φορά- , έφυγαν αναζητώντας τον επόμενο προορισμό.


Μήνες μετά φτάσαν στη γη των λωτοφάγων. Είπαν να κάνουνε μια στάση απ΄το ταξίδι. Απάντησαν μερικούς κατοίκους, τους ρώτησαν μα εκείνοι δεν σταθήκανε. Φαίνονταν απροσδόκητα χαμένοι. Ύστερα πείνασαν και ψάξαν για τροφή. Βρήκαν μονάχα ένα περίεργο φρούτο, -δεν το ΄χαν ματαδει! Δοκίμασαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Αμέσως κάθισαν αποκαμωμένοι δίπλα στο καράβι και άρχισαν να συζητούν για το πόσο ποθούσαν να ψάξουν και να βρουν τον ονειρικό τους προορισμό!


Ήτανε τότε που τους συνεπήρε ο απαλός άνεμος.. Αφέθηκαν σ΄έναν γλυκύ και διαρκή λήθαργο, καθώς το ανέμελο αεράκι ξέβγαζε από πάνω τους μια μια τις αναμνήσεις. Σαν ξύπνησαν μοιάζανε ευτυχείς, μα αλλόκοτοι. Πλημμυρισμένοι από νεφελώδη, φωτεινά χρώματα κι ανάλαφρα αρώματα. Κοιτάχτηκαν.

- Ξέρεις ποιός είμαι και πού βρίσκομαι; ρώτησε ο Μάρβην.
- Δεν θυμάμαι, αποκρίθηκε η Κοίμη.
Ο Πιέρ, ζαλισμένος, έκοψε ένα φρούτο και τους το πρόσφερε...

Και έτσι λοιπόν οι τρεις τους ξέμειναν εκεί που στέκονται αιώνια ακίνητες οι μέρες. Στη γη των λωτοφάγων, τη χώρα της ευτυχισμένης λήθης.
Είχαν ξεχάσει πια τί έψαχναν να βρουν...
... μα τελικά ίσως και να το βρήκαν.



πηγή εικόνων: deviantart.com

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

**** nuestra vida: una guerra sin parar ****

Μαλακισμένα πιτσιρίκια. Να μου πετάς τζιτζίκια κι εγώ να χώνομαι στη φούστα της γιαγιάς τσιρίζοντας. Συνέχιζες, ωστόσο, να κατευθύνεις το ποδήλατο κατά πάνω μου, δηλώνοντας ξεκάθαρη διάθεση να με δολοφονήσεις.. Και 10 χιλιοστά πριν εκπληρώσεις το όνειρο σου, έστριβες βίαια το τιμόνι.



10 χρόνια πέρασαν και φτάσαμε 16. Σε είδα μια βραδιά με λάιβ μουσική, κατάλαβα πως ήσουν εσύ. Κατάλαβες κι εσύ ποιά ήμουν. Και πριν φτάσει 12 και γίνει κουρελού η Σταχτοπούτα, σε είχα κιόλας ερωτευτεί.

Υπήρξαν στιγμές, τόσο έντονες όσο και ο πόλεμος. Όλα σ΄έναν αναιτιώδη υπερθετικό, να γυαλίζουν τις στιγμές μας. Η αγάπη, ο έρωτας, ο πόνος. Σε σημάδεψα... Γνωρίζω. Κι εσύ το ίδιο.



Πούλαγες τα φεγγάρια για γλειφιτζούρια,



τ' αστέρια που τρέχαν απ' τα μάτια μου πάνω στο καπό του αυτοκινήτου σου για στραγάλια,



τα ρημικά ακρογυάλια για μαλλί της γριάς.






Έμεινε το εμείς τσαλακωμένο σε κάποια χωματερή κι ένα τηλέφωνο χωρίς καλώδιο δαιμονισμένο από τη μαλακία που σε δέρνει. Μουτζουρωμένη καρδιά σε σελίδες τετραδίων, και ξανά μουτζουρωμένη μάσκαρα να ξεριζώνει βλεφαρίδες. Κάποιος πόνος που κοπανιέται από ντουλάπα σε ντουλάπα.

Έτσι και τόσο απόλυτα τα ξεφτίλισες όλα. Μουτρωμένες στιγμές οι λέξεις και ο προηγούμενος πόνος να γίνεται πια ναρκωτικός, να επιδίδεται με πάθος σε μια επανάληψη που μου στερούσε τον ήλιο. Οι ανησυχίες ντύνονταν νυφούλες παρθένες έχοντας κάνει σάπια πηδήματα μέχρι χθες σε μουχλιασμένα σεντόνια.

Τις άκρες των βλεφάρων μου με πένθιμο πεντάγραμμο σκέπασα, για 2 λόγους:
  • για να μη δεις που τ' άντερα μου πλήρωσα πάλι μέσα να μου βάλουν αφού από το κλάμα ξανά και ξανά και ξανά και ξανά έξω είχαν πεταχτεί
  • για να τυφλώσω την περιέργεια και πάνω απ' όλα την επιθυμία μου... ατσάλινη ακόμα χτυπιέται σε ξεχασμένα ντουλάπια μαζί με την παλιά κακιά κακομαθημένη συμπεριφορά σου

Στο τώρα το δικαστήριο απεφάνθη: Σου είπε ρε αχρείε... παρατάει τη ζωή της για να είσαστε μαζί...!!!

Μα το μυαλό του χρυσόψαρου δεν σάλεψε.

Δήθεν άδολα πλησίασες μετά από χρόνια μοναξιάς την τελευταία μισοζώντανη- μισοφθαρμένη χορδή μνήμης που φέρει το όνομα και τη Χάρη σου. Μιλάμε για σήμερα...



Ρε δεν πα να λέει το ένστικτο;;;; Εσύ θα βάλεις φωτιά ξανά και οι ερωμένες οπτασίες σου θα σημάνουν το τέλος. Να δούμε πόσο μακριά θα είμαι αυτήν τη φορά από τις φλόγες του εσωτερικoύ σου περιπάτου . Μόνο μην πέσεις μόνος και καείς. Εγώ θα σε τραβάω πάλι. Στην αγκαλιά μου. Και αυτή τη φορά θα σε κρατήσω σφιχτά σαν κάτι πολύτιμο δικό μου. Αυτό είσαι για μένα. Θα σε κρύψω καλά και κανείς δεν θα σε πειράξει... Μένει μόνο να καταλάβεις ότι υποσυνείδητα ανήκω σε σένα και εσύ ανήκεις σε μένα... Ήσουν μονάχα 18 χρονών.



..

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

** Η προαιώνια απορία **


Γεράσιμε, είσαι ένα τσαλακωμένο παράσιτο που σέρνεται ζητώντας ένα κατοστάρικο -επί δραχμών- στην εθνική οδό. Δεξιά κι αριστερά περνούν ξυστά νταλίκες και ΙΧ, κορνάροντας και βρίζοντας γιατί πετάγεσαι στη μούρη τους τελευταία στιγμή. Κι εκείνοι πλακώνονται στα φρένα, μην σκάσουν πάνω σου και πάθουν καμιά ζημιά. Μες την κακομοιριά σου δεν αναλογίζεσαι πως έχεις ήδη γίνει αξιολύπητος Μα αυτό που προκαλείς δεν είναι η επιθυμητή συμπόνια (μπας και βγάλεις και συ κάνα φράγκο για να φας κάτι), αλλά ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ ΣΙΧΑΜΑΡΑ πολλαπλασιασμένα επί τον άγνωστο Χ, σε ευθεία αναλογία δηλαδή προς το μέγεθος της καλοσύνης και της ανέχειας του καθενός, τα οποία και εκμεταλλεύεσαι νιαουρίζοντας!

Και διερωτώμαι... Γιατί δεν κόβεις την πρέζα, να βρεις και συ καμιά δουλειά και να μην κρέμεσαι από κανενός παπά τ' αρχίδια, που στην προκειμένη των περιπτώσεων σε ταΐζει και σε ποτίζει....;;; Έχεις τερματίσει όλα τα ντρόγκια... ξεκόλλα πια!

<Δύσκολοι καιροί>, μου λες <...ανεργία, πείνα...> και προτιμάς στεγνά, τα τελευταία σου 5 γιούργια να τα χαλάσεις σε ένα φιξάκι παρά να πάρεις ένα σάντουιτς, που κοντεύεις να εξαερωθείς από το απότομο αδυνάτισμα!

Συ είπας, φίλε μου!

Και τώρα έρχεσαι και διεκδικείς κάτι πολύτιμο από μένα... Μέσα στο θράσος σου. Όχι ότι δεν έχεις δικαίωμα, αλλά συγγνώμη που θα το πω ρατσιστικά.... Για τί με πέρασες;;; Νομίζεις πως θέλω να νταντεύω κι άλλο ένα μωρό;;;



Γεράσιμε, μες τη μαστούρα σου μου ζήτησες να κάνουμε μωρό -και αυτό ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ!
Και δεν κατάλαβα αν ήταν όντως αλήθεια αυτό που ήθελες... διότι λεν' πως στη μαστούρα απάνω βγαίνουν αλήθειες που άλλοτε λακίζεις να ξεστομίσεις!
Ή μήπως ήταν απλώς οι γνωστές παρλαπίπες; Γιατί μες τη μέθη μου κι εγώ ίσως να βλέπω τον Άη Βασίλη να κατεβαίνει από την καμινάδα μια καλοκαιρινή βραδιά στου Φιλοπάππου, ενώ τελικά το επόμενο πρωί διαπιστώνω ήρεμα και συνειδητά πως το σπίτι δεν έχει καν ΚΑΜΙΝΑΔΑ...


Και εσύ που ξέρεις ή δεν ξέρεις μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο εαυτός σου... πες μου... Τί λες να κάνω τελικά;

Σουρού

Υ. Γ. Η ιστορία αυτή είναι πλαστή αν και εμπεριέχει μικρές και ανόητες δόσεις αληθείας

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

*** Γελάστε συννεφάκια μου!!! ***


Έβαλα τα ροζ μικρά μου συννεφάκια στο πλυντήριο και πάτησα το ον στο πρόγραμμα για τα χρωματιστά βαμβακερά. Φυσικά τα πότισα με μαλακτικό cajolin με άρωμα μωρουδίστικο. Αφού τα ξεζούμισε το διαβολικό μηχάνημα, τα μετέφερα με προσοχή σ' έναν πλαστικό κουβά κι ανέβηκα να τα απλώσω στην ταράτσα.

Τα άπλωσα λοιπόν με αγάπη και στοργή... μην πάθουν τίποτα τα συννεφάκια μου!!
Τα κράτησα γερά με δυο μανταλάκια φτιαγμένα από βελούδο κόκκινο...



Κάθισα για λίγο από κάτω τους, κι εκείνα ξεκίνησαν να εξαπολύουν απάνω μου, δίχως σημάδι συμπόνιας ή μεταμέλειας μια καταιγίδα αναμνήσεων... μια μπόρα ονείρων δίχως βροντές και αστραπές. Φυσούσε ένας αργόσυρτος αστέρινος Μαΐστρος. Από τα βορειοδυτικά. Κουβαλούσε πέτρες, φύλλα ξερά του φθινοπώρου, ξυλώδεις νότες για πεθυμιές κι αγριολούλουδα για θύμησες...






Ένιωθα τις σταγόνες τους να ραίνουν γλυκά τα μαλλιά μου. Κι όταν πια είχα γίνει μούσκεμα, μα ήμουν ευτυχής από την ευλογία των ευχών, είπα να φύγω και να κοιμηθώ για κανα τεταρτάκι... Κρατούσα ένα σύμπαν ολόκληρο στα ακροδάχτυλα! Και τα δαχτυλάκια των ποδιών ίσα που είχαν ξεκολλήσει από το έδαφος!!!




Στο πρώτο βήμα άνοιξαν οι ουρανοί!

Γύρισα να μαζέψω τα φρεσκοπλυμμένα ροζ συννεφάκια μου, μην τα βρωμέσει η καταιγίδα...
Μα κείνα μπροστά στα μάτια μου εξαερώθηκαν σε μια αμείλικτη τροχιά εξιλέωσης... Χόρευαν και γελούσαν ανέμελα πάνω από το σώμα μου, που ακόμα βρισκόταν έναν πόντο πάνω από τη γη!!!





Και ήταν εκείνη η στιγμή που είχα κιόλας καταλάβει πως τα όνειρα δεν υποτάσσονται ποτέ...






Ο,ΤΙ

ΚΑΙ

ΝΑ

ΓΙΝΕΙ!

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

*** 30/12/1940 ***


Αγαπημένη Κατερίνα του 2000,
δεν με γνωρίζεις
κι όμως εγώ ριζώνω μέσα μου βαθιά
μεγάλες ελπίδες...
να ζήσω ξανά μετά από χρόνια ,
να βλέπω τον κόσμο μέσα απ'τα δικά σου μάτια..
σ'ένα σώμα τόσο διαφορετικό και ξένο, μα συνάμα οικείο και δικό μου!
Με λένε Antony και έρχομαι από κάποιες ορεινές περιοχές της Αγγλίας του '40...
περιοχές που δεν γνωρίζεις..
Με στείλανε στον πόλεμο και μένα, όπως και τόσους άλλους νέους της ηλικίας μου.
Είχα ξανθά, ίσια μαλλιά,μα τώρα μου τα κούρεψαν κοντά,πολύ κοντά,
τόσο πολύ που το κράνος με πληγώνει και να μου υπενθυμίζει στιγμή τη στιγμή και ώρα με την ώρα πως δεν ταιριάζω εδώ..
δεν είμαι'γω γι'αυτό το άδοξο και ανόητο κουκλοθέατρο.
Τα μάτια μου είναι γαλάζια ανοιχτά,
μα όμορφος δεν είμαι ούτε ήμουν κι ούτε θα είμαι!
Στα 25 μου χρόνια έλαχε να πρέπει να ζήσω την κατάρα!Κατάρα είναι ο πόλεμος.
Σκάνε φωτιές και βόμβες πλάι μου,
κι όλη την ώρα με ξυπνούν ουρλιαχτά,κραυγές, τελευταίες κραυγές..πανικός και κλάμματα.
Έχω να κοιμηθώ μέρες, μα δεν με νοιάζει..Εδώ δεν ξέρουμε αν θα ξημερώσει το αύριο.
Έχουμε χάσει το μέτρημα στις μέρες.
Για πότε ξημερώνει..για πότε βραδιάζει!
Επιθυμώ να τελειώσουν όλα ειρηνικά,
μα ξέρω πως δεν θα'ναι αυτό το τέλος..ούτε του αισχρού πολέμου,ούτε και το δικό μου.
Τους συμπατριώτες μου τους βοηθώ... μα, βοηθούν κι εκείνοι.
Ήθελα πολύ να μπορούσα να φωνάξω στους εχθρούς
πως όλοι μας ζούμε μια τρέλα, μια απάτη..
πως ο κόσμος φτιάχτηκε ειρηνικά και πως μυαλό δεν έχουμε γιατί το κουρελιάζουμε στήνοντας άσπονδους κι ανώμαλους πολέμους..
Αδέρφια είμαστε όλοι, από τους ίδιους κι απαράλλαχτους προγόνους.
Μα να βοηθήσω αυτούς που κάποιοι μου μάθανε να αποκαλώ εχθρούς..δεν μπορώ.
Και ούτε θα μπορέσω!
Είμαστε όλοι εδώ ξάγρυπνοι και πεινασμένοι,τυφλωμένοι,χορτασμένοι από μίσος.
Πώς θα ΄θελα να αλλάξω τον κόσμο τούτο!Μονάχα να αγαπώ μου μάθανε...
τα μάτια μου ακόμη και νεκρά , αγαπάνε.
Το ξέρω πως μου μένουν λίγες στιγμές μέχρι να'ρθω να σε συναντήσω!Γι'αυτό σου γράφω το γράμμα τούτο σε γλώσσα που θα καταλάβεις.Σε λίγο ξέρω πως θα αφήσω την τελευταία μου πνοή, δυστυχισμένος απ'την κακομοιριά ετούτου του πολέμου, κυνηγημένος μα αλύτρωτος.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι νεκρά τα μάτια μου θα αγαπούν..
εσένα μα κι όλον τον κόσμο!

Εσένα που θα με δεχτείς στο σώμα σου, μα και τον κόσμο που θα μου δώσει μια ακόμα ευκαιρία να ζήσω σε ειρηνική περίοδο.
Ο κόσμος βρύθει από κακία..
γι'αυτό σου γράφω καλή μου..έχε το νου σου!
Πρόσεχε!
Το μόνο που σου ζητώ εγώ είναι να γαληνέψω..να γαληνέψω μέσα σου!
Να ενωθεί η ψυχή μου με την δική σου,να γίνουν ένα κι απαράλλακτο εγώ,
σ'ένα και μοναδικό σώμα!
Σου στέλνω τα πιο καλά μου χαιρετίσματα και νιώθω τώρα την αγάπη μου να εξακτινώνεται πέρα από το σύμπαν.
Είναι η σφαίρα που μου τρυπάει την καρδιά.
Μην φεύγεις καλή μου,έρχομαι να σε γνωρίσω...
R.I.P. Antony

Υ.Γ.Μ'άφησαν ξωπίσω οι συμπολεμιστές μου..καλύτερα!Λες να σωθούν κι εκείνοι;
Δυστυχία ο πόλεμος..

=) Λέιρα (=

Ήταν Γοργόνα κι εκείνος Φάρος..
Και κάθε που νύχτωνε,
κάθε που νύχτωνε έβγαινε στον αφρό!
Τον θαύμαζε από μακριά
με βλέμμα εκστασιασμένο,
μα δεν πλησίαζε
γιατί ίσως κατά βάθος τον φοβόταν...





Mια νύχτα έχασε το μέτρημα
και βγήκε στον αφρό.
Κι έπεσε πάνω του..
Σε κλάσματα δευτερολέπτου
οι ακτίδες του διαπέρασαν τον κόσμο της,
ολόκληρο το "είναι" κι ύστερα έσβησαν.
Διαπέρασαν τα μάτια της,
μα και την καρδιά της
σαν ακτινογραφία νοσοκομείου...



Νόμισε πως την τύφλωσε,
μέχρι που έπεσε σκοτάδι
για πέντε δευτερόλεπτα
και έπειτα ξανά,
άστραψε μες στη νύχτα...
Πάνω στο βλέμμα της ξανά,
και μέσα απ'την καρδιά της..

Μειδίασε..





Κατόπιν τούτου του βραδυού
που από ένα ασήμαντο λαθάκι
έλαχε να τον γνωρίσει ,
συνέχισε κάθε βράδυ να κάνει το ίδιο λάθος
πριν βγει στον αφρό.
Κάθε βράδυ
ενώνονταν τα φώτα του με την καρδιά της..








Ήταν Γοργόνα κι εκείνος Φάρος..

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

** Μάκια, μάκια μικρά μου μαγισσάκια!!! **

Η μικρή Σουρού γύρισε απ' το σχολείο.
Αφού έφαγε το νόστιμο φαγητό που είχε ετοιμάσει η μαμά, πήγε να πάρει το σχοινάκι απ' το δωμάτιό της για να παίξει με τις φίλες της, την Αλάμπρα, τη Λέιρα και τη Νασρηήν.

Δεν μπορούσε όμως να το βρει πουθενά! Άρχισε να ψάχνει και να ψάχνει και να ψάχνει...
Κάποια στιγμή κάπου σκόνταψε το βήμα της. Έσυρε ελαφρώς το χαλάκι και είδε έναν λιλιπούτειο, σχεδόν αόρατο κρίκο στο πάτωμα και γύρω γύρω μια εγκοπή. Αμέσως κατάλαβε πως κάτι κρυβόταν εκεί κάτω!!!

Κλείδωσε ήσυχα την πόρτα και λίγο φοβισμένη αλλά γεμάτη περιέργεια, ανασήκωσε ελαφρά αυτό το μυστηριώδες συρταράκι...

Ένα σύννεφο σκόνης ήρθε κατά πάνω της. Έβηξε δυνατά! Έκανε και αψού! ...Άλλα δεν το έβαλε κάτω!

Το άνοιξε τελικά πλημμυρισμένη από ένα συναίσθημα απίστευτης μυσταγωγίας..
Μα το μόνο που βρήκε ήταν ένα σκονισμένο αρκουδάκι.
<Τελικά τα μαγικά βιβλία υπάρχουν μόνο στις ταινίες...> σκέφτηκε φανερά απογοητευμένη!

Γρήγορα παράτησε το αρκουδάκι σε μια γωνιά και βγήκε να παίξει...

** Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι ... **

** στον τελευταίο έναστρο αιθέρα... **

Και να, που όσο απίστευτο κι αν είναι, έφτασε η μέρα που όλα τ' αστέρια έσβησαν κι έπεσαν στη γη, ακολουθώντας τη νομοτέλεια των ευχών... Μήπως τα κρατώ στα χέρια μου; Ακούστε την ιστορία που έχω να σας πω! Για κάποιες ευαίσθητες καρδιές είναι γραμμένη αυτή η μικρή ιστορία αγάπης, και για κάποιες άλλες που γνωρίζουν πως κάπως βαθιά μέσα τους, σαν πέφτουν τ' άστρα τ' ουρανού, τα μάτια τους αγαπάνε!



Μια φορά και έναν καιρό ζούσαν δύο μικρά μικρά αστεράκια, αντικριστά το ένα από το άλλο. Εμείς, βέβαια, τα μεγάλα παιδιά, ξέρουμε πως τελικά τα άστρα είναι εκατομμύρια πλανήτες, μικροί ή μεγάλοι, στους οποίους οι σοβαροί επιστήμονες έχουν προσδώσει τον χαρακτηρισμό "ο αστεροειδής..." και από πίσω ακολουθεί ένα στην κυριολεξία αστρονομικό νούμερο!
Τα δικά μας αστεράκια ήταν ο αστεροειδής 19653751 και η αστεροειδής 19653752.

Μα δεν τους άρεσαν αυτές οι ονομασίες... Από δω και στο εξής θα μιλάμε για τον Άμαρατ και την Σιλέμα, δυο αστεράκια πιο μακρινά και άγνωστα σε μας κι από τον άγνωστο Χ των εξισώσεων!!!

Περνούσαν ώρες και ώρες σε ατέρμονες συζητήσεις μέσα στο άπειρο του απροσδιόριστου χρόνου. Συνήθως εκείνη, η τσαχπίνα, προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή του. Κατά βάθος τον αγαπούσε, με μια κρυφή και άσπιλη αγάπη, σαν εκείνη που μόνο τα μωρά ξέρουν να αισθάνονται. Κι εκείνος λοιπόν την κοίταζε χαμεεεεένος μέσα στη γοητεία της.

Μια φορά όμως η Σιλέμα το παράκανε... μέχρι και ότι την είχε επισκεφθεί ο μικρός πρίγκηπας του είπε για να τραβήξει την προσοχή του, κι εκείνος το κατάλαβε και την ρώτησε πώς είναι εξωτερικά ο μικρός πρίγκηπας... Μα δεν ήξερε το μικρό μας πονηρό κοριτσάκι να απαντήσει και κοκκίνισε σαν φράουλα από την ντροπή της!!!

Τις κρύες νύχτες του χειμώνα, όταν φυσούσε λυσσασμένα ο Βοριάς και η θερμοκρασία δεν είναι καθόλου απίθανο να άγγιζε τους 270 βαθμούς Κελσίου υπό του μηδενός, τα δυο μας αστεράκια αγκαλιάζονταν πολύ σφιχτά και ζεσταίνονταν με τις ανάσες τους! Μα δεν είχαν ούτε ένα κασκόλ...


Και κάποια παγωμένη νυχτιά τους έκρυψε στην αγκαλιά του ένα ζαχαρωτό σύννεφο, για πολλή ώρα...
Και εκείνος την φίλησε γλυκά... Ήταν τότε που είχε αδειάσει ο ουρανός απ' τις ευχές και είχαν μείνει μόνα τους. Δεμένα για χρόνια σε αυτήν την αγκαλιά, η μοναξιά στο θόλο του ουρανού δεν τα ενοχλούσε... Έγιναν ένα... Και ύστερα αποφάσισαν να βουτήξουν στη γη για μια νεαρή κοπέλα που ευχήθηκε να βρει αληθινή αγάπη! Ένιωσαν την ανάγκη της... Και χάθηκαν για δυο στιγμές, άδειασε ο ουρανός!

Έπειτα εκείνη ευχήθηκε να ξαναδεί τα δυο αστεράκια πάλι αγκαλιά σ' αυτόν τον ουρανό...

Με μια κίνηση, σαν από παραμύθι ανεξήγητο, γέμισε φως... Όλα τα άστρα γύρισαν ξανά και περιμένουν εσένα και εμένα να κάνουμε μία ευχή από τα βάθη του εσωτερικού μας ψυχισμού, ειλικρινή και άδολη...



Μα αν κοιτάξεις με ένα μεγααααάλο τηλεσκόπιο θα δεις κάπου στο βάθος μια ζεστή αγκαλιά και μια ευχή για ν' αγαπήσεις!

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

**mi flor mas luminado**





τρυφερό μου χρυσάνθεμο,






σε είδα ανάμεσα σε πολλά λευκά χρυσάνθεμα, να λιάζεσαι κι εσύ όπως κι εκείνα κάτω απ' τον ολόφωτο ήλιο! Όμως εσύ ήσουν το πιο λαμπρό απ' όλα!


26 χρόνια, ολόκληρη ζωή άνθιζες μακριά μου, δεν σε είχα γνωρίσει μέχρι χθες...
Στη χαραυγή άπλωνες τα φύλλα σου και άφηνες δροσοσταλίδες να μυραίνουν το χρώμα σου, ψυθιρίζοντας γλυκά ιριδίζοντα παραμυθάκια, πείθοντας σε να παίξεις μαζί τους. Κι έπαιζες, μυστικά και ήσυχα...
Μια μέρα δ
ιασταυρώθηκαν οι στιγμές μας, κάπου εκεί στην Όλγας, περίεργη διάφορα σε ρωτούσα κι εσύ απλά με αθωότητα σ όλα μου τα γιατί έδινες απαντήσεις. Και έτσι μπήκε ο Ήλιος μέσα στα μάτια μου, που κοίταζαν τα δικά σου... την λάμψη όμως σαν είδες, σάστισες και τρόμαξες! Έκανες να φύγεις φοβισμένο.
Τότε, λοιπόν, λουλούδι ντύθηκα κι από το χέρι απλα σε κράτησα, σου χαμογέλασα και ευτυχώς έκανα και σένα να χαμογελάσεις!



Γύρισα σπίτι, μακριά από σένα, κάπου 3 ώρες με το λεωφορείο... 3 κεριά άναψα. Το ένα για σένα, ήταν κίτρινο. Το δεύτερο για μένα, μωβ... Το τελευταίο λιλά. Σε μια σατέν κορδέλα τα ονόματά μας χάραξα και την μέθυσα μέσα σε έλαιο γερανιού. Έπειτα την έδεσα στον αριστερό καρπό, ελπίζοντας να πιάσει το άτεχνο μου ξόρκι.


Χαιρόμουν καθώς εκδήλωνες αμήχανο αλλά απρόσμενο ενδιαφέρον!!!

Ύστερα όμως έμαθα πως κάποιος κάποτε σε πότισε με δηλητήριο και μάρανε τα φύλλα σου... την ομορφιά σου, ομορφιά μου. Στα ματια μου πάντα πανέμορφο θα είσαι... και στην καρδιά μου που πονάει λιγάκι αυτήν τη στιγμή.
Μα μου είναι αδύνατο... πρέπει να φύγω μακριά σου. Φοβάμαι πως μια μέρα, δεν θα το θες, μα πάνω μου θα αδειάσεις το δηλητήριο μες την αφέλεια σου.
Και δεν μπορώ, ματάκια μου γλυκά, να κουβαλήσω κι άλλο! Συγγνώμη!

Με αγάπη
Σουρού




Υ.Γ. ονειρεύτηκα πολλά αλλα το ένιωσα πως κάπου μεταξύ 6 και 7 το ξημέρωμα, το ίδιο το όνειρο μου με στραγγάλισε...