Ε

... του Μάρβην, του μυστήριου ακροβάτη
με το αόρατο μονόκυκλο.

...της Κοίμη, της αέρινης μπαλαρίνας

...του Πιέρ, του χαρούμενου πιερότου
με τα ξυλοπόδαρα στα χέρια.
Κάποια ολόφωτη αυγή οι τρεις τους αποφάσισαν να ψάξουν μέρη κρυμμένα από το χάρτη, μυστικά και άδολα. Και βρήκαν!! Ταξίδεψαν πολύ...

Άραξαν πρώτα στο νησί της μνήμης. Οι γηγενείς, φιλόξενοι και ευτυχισμένοι, τους μύησαν στο δικό τους τρόπο ζωής. Ξάπλωναν τη μέρα και ξαγρυπνούσανε τη νύχτα. Πίνανε κοραλλί αψέντι, που διεγείρει τη μνήμη... την καλοσυνάτη μνήμη, τη χαρούμενη! Κάθε νύχτα ζούσαν και μια ανάμνηση ξανά. Έπειτα γιόρταζαν όλοι μαζί, μεθυσμένοι από ευφορία...
Σαν ζήσαν όλες τους τις θύμησες -την καθεμιά όμως μια φορά- , έφυγαν αναζητώντας τον επόμενο προορισμό.
Μήνες μετά φτάσαν στη γη των λωτοφάγων. Είπαν να κάνουνε μια στάση απ΄το ταξίδι. Απάντησαν μερικούς κατοίκους, τους ρώτησαν μα εκείνοι δεν σταθήκανε. Φαίνονταν απροσδόκητα χαμένοι. Ύστερα πείνασαν και ψάξαν για τροφή. Βρήκαν μονάχα ένα περίεργο φρούτο, -δεν το ΄χαν ματαδει! Δοκίμασαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Αμέσως κάθι
σαν αποκαμωμένοι δίπλα στο καράβι και άρχισαν να συζητούν για το πόσο ποθούσαν να ψάξουν και να βρουν τον ονειρικό τους προορισμό!
Ήτανε τότε που τους συνεπήρε ο απαλός άνεμος.. Αφέθηκαν σ΄έναν γλυκύ και διαρκή λήθαργο, καθώς το ανέμελο αεράκι ξέβγαζε από πάνω τους μια μια τις αναμνήσεις. Σαν ξύπνησαν μοιάζανε ευτυχείς, μα αλλόκοτοι. Πλημμυρισμένοι από νεφελώδη, φωτεινά χρώματα κι ανάλαφρα αρώματα. Κοιτάχτηκαν.
- Ξέρεις ποιός είμαι και πού βρίσκομαι; ρώτησε ο Μάρβην.
- Δεν θυμάμαι, αποκρίθηκε η Κοίμη.
Ο Πιέρ, ζαλισμένος, έκοψε ένα φρούτο και τους το πρόσφερε...

Άραξαν πρώτα στο νησί της μνήμης. Οι γηγενείς, φιλόξενοι και ευτυχισμένοι, τους μύησαν στο δικό τους τρόπο ζωής. Ξάπλωναν τη μέρα και ξαγρυπνούσανε τη νύχτα. Πίνανε κοραλλί αψέντι, που διεγείρει τη μνήμη... την καλοσυνάτη μνήμη, τη χαρούμενη! Κάθε νύχτα ζούσαν και μια ανάμνηση ξανά. Έπειτα γιόρταζαν όλοι μαζί, μεθυσμένοι από ευφορία...
Σαν ζήσαν όλες τους τις θύμησες -την καθεμιά όμως μια φορά- , έφυγαν αναζητώντας τον επόμενο προορισμό.
Μήνες μετά φτάσαν στη γη των λωτοφάγων. Είπαν να κάνουνε μια στάση απ΄το ταξίδι. Απάντησαν μερικούς κατοίκους, τους ρώτησαν μα εκείνοι δεν σταθήκανε. Φαίνονταν απροσδόκητα χαμένοι. Ύστερα πείνασαν και ψάξαν για τροφή. Βρήκαν μονάχα ένα περίεργο φρούτο, -δεν το ΄χαν ματαδει! Δοκίμασαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Αμέσως κάθι

Ήτανε τότε που τους συνεπήρε ο απαλός άνεμος.. Αφέθηκαν σ΄έναν γλυκύ και διαρκή λήθαργο, καθώς το ανέμελο αεράκι ξέβγαζε από πάνω τους μια μια τις αναμνήσεις. Σαν ξύπνησαν μοιάζανε ευτυχείς, μα αλλόκοτοι. Πλημμυρισμένοι από νεφελώδη, φωτεινά χρώματα κι ανάλαφρα αρώματα. Κοιτάχτηκαν.
- Ξέρεις ποιός είμαι και πού βρίσκομαι; ρώτησε ο Μάρβην.
- Δεν θυμάμαι, αποκρίθηκε η Κοίμη.
Ο Πιέρ, ζαλισμένος, έκοψε ένα φρούτο και τους το πρόσφερε...

Και έτσι λοιπόν οι τρεις τους ξέμειναν εκεί που στέκονται αιώνια ακίνητες οι μέρες. Στη γη των λωτοφάγων, τη χώρα της ευτυχισμένης λήθης.
Είχαν ξεχάσει πια τί έψαχναν να βρουν...
... μα τελικά ίσως και να το βρήκαν.
πηγή εικόνων: deviantart.com